- αβαντάζ
- το(λ. γαλλ.), πλεονέκτημα: Ήταν μεγάλο αβαντάζ που γνώριζε τη γλώσσα του τόπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβαντάζ — το (άκλιτ.) πλεονέκτημα, κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. avantage] … Dictionary of Greek